Pages

"Γκένοβα" (οδός Κ. Σιαδήμα)

>
 Διερωτάται κανείς: Σήμερα, μετά το τετραπλασιασμό του πληθυσμού του Αγρινίου που σημειώθηκε  κατά τις τελευταίες δεκαετίες, υπάρχουν άραγε γειτονιές, όπως εκείνες που προσδιόριζαν παλιότερα, ας πούμε πριν σαράντα χρόνια,  την κατοικία μας, ακόμα και την νοοτροπία μας; Εννοώ βέβαια τη γειτονιά σαν άτυπο, αλλά στέρεο, κοινωνικό δεσμό. 
Προχθές περνούσα από την οδό Σιαδήμα, έναν δρόμο από τους παλιότερους του Αγρινίου. Τον θυμούμαι  πριν πενήντα χρόνια χωματόδρομο, γεμάτο λασπουριά, τις βροχερές και ατέλειωτες μέρες του χειμώνα, γεμάτο λακκούβες, χαραγιές από κάρα, πατημασιές και μαγαρισιές ζώων. Τον κατέβαιναν πρωί — πρωί άλογα, μουλάρια και γαιδουράκια, ζεμένα με ξύλα από τα βορινά χωριά  που τα οδηγούσαν γυναίκες και κείνες ζαλιγκωμένες με φορτώματα ξύλα για τα τζάκια των Αγρινιωτών. Τις πολύ κρύες μέρες, το βρώμικο νερό, βρόχινο και απονέρια, που είχαν οι γούρνες του δρόμου και τα πλαϊνά ρυάκια, πάγωνε. Κοκάλες. Κοκάλες εκεί και  τσάφι («τσαφ») πάνω στη χλωρασιά των πλαϊνών χωραφιών, στις αυτοφυείς τσουκνίδες και τις μολόχες των ρείθρων, ενώ οι ριπές του βοριά, φιλτραρισμένες κατάλληλα από την χιονισμένη  βουνοκορφή της «Κυρά Βγένας» μάργωνε τα λιγνά κορμάκια και κοκκίνιζε (όχι βέβαια από ντροπή) το μαγουλάκια των νεαρών παιδιών, που πήγαιναν για τα πρώτα γράμματα στο δεύτερο δημοτικό σχολείο. Το σχολείο του κυρίου Μπάκα και της κυρίας Ελένης. Ακόμα και του αυστηρού κυρίου Χατζή, με τη βέργα. Τη βίτσα δηλαδή με την οποία επιβάλλονταν οι πειθαρχικές ποινές στους ατακτούντες του δεύτερου Δημοτικού Σχολείου, αυθωρί και παραχρήμα, χωρίς ενστάσεις, αναστολές  και εφέσεις. 
Η οδός Σιαδήμα ήταν η ραχοκοκαλιά της συνοικίας Γκένοβα. Ξεκινούσε, νότια, από του Μίγκα (το επαγγελματικό στέκι του Μήτσου και του Γιάννη Παπαχρήστου), από το σπίτι του Παπαντολέων και έφτανε βόρεια μέχρι τα σπίτια των Γιωταίων, ονομαστών χαλκουνάδων. Μεσοστρατίς υψώνονταν το παλιό, από την Τουρκοκρατία κτισμένο, δίπατο και μεγαλοπρεπές Καλαμποκέϊκο, με τις χαρακτηριστικές του πέτρινες καμάρες. Και μπροστά του, σε πλάτωμα, το πηγάδι της γειτονιάς μου. Χρηστικό για ύδρευση και κοινωνικές επαφές των νοικοκυρών. Γρήγορα βέβαια περάσαμε στην ύδρευση με το δημοτικό δίκτυο υδρεύσεως στις αυλές, μέχρις ότου τελικά γίναμε πολιτισμένοι και εγκαταστήσαμε όλα τα χρειώδη (νερό, τουαλέτα) μέσα στα ίδια μας σπίτια. Διατηρήσαμε όμως μπροστά στα σπίτια μας τις λόντζες, τους κήπους, τις αυλές, τα δένδρα (αχ εκείνες οι μουριές, οι συκιές και οι μυγδαλιές με τα τσίγαλα). Που σήμερα μας λείπουν ασφαλώς. 
Και ανάμεσα των σπιτιών εκείνων απλώνονταν τα καπνοχώραφα. Τα χωράφια του μόχθου, των παιδικών εξορμήσεων και των εικονικών συγκρούσεων. Με τις λέγκες, τις γρούνες και τα αερόστατα από κόλλες κολλημένες με αλευρόκολλα. Και ο πετροπόλεμος του εμφυλίου της γειτονιάς (έστω, με τις άλλες γειτονιές), που αναστάτωναν τις γειτόνισσες, πάνω στον ίδιο δρόμο γίνονταν. Την οδό Σιαδήμα. Και να φωνάζει η Μπαρλίκω τα παιδιά της γειτονιάς. Να φωνάζει η Σερπάνενα.  
Όμως η οδός Σιαδήμα έχει στενέψει σήμερα και σώπασαν από καιρό οι φωνές εκείνες. Γκρεμίστηκαν τα παλιά ισόγεια και τα ανώγεια. Γέμισαν οι πλευρές του δρόμου καινούργιες οικοδομές, που ξεχείλισαν από τα μικρά οικόπεδα πάνω στο δρόμο. Και ασφυκτιά έτσι από το δάσος των πολυκατοικιών. Χάθηκε το Σταυροπουλέικο. Τι έγινε άραγε εκείνο το ωραίο σπίτι του Κωστή του Σερπάνου; Πολυκατοικία και αυτό. Και ανάμεσά τους τρέχουν σήμερα τα απαστράπτοντα γιώτα χί. Που γεμίζουν θόρυβο και καυσαέριο την ατμόσφαιρα. Να μην υπάρχει πράσινο, ούτε για δείγμα. Πώς να ανασάνει κανείς πλέον τώρα,  καλοκαίρι καιρό, χωρίς κλιματιστικό στην Γκένοβα; Η ατμόσφαιρα εκείνης της γειτονιάς του Αγρινίου, όπως και πολλών άλλων, που καθιστούσε περιττά τα κλιματιστικά, χάθηκε. Υπάρχουν βέβαια οι συμπολίτες ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων που μένουν στην οδό Σιαδήμα. Δεν είναι όμως Γκενοβίτες του παλιού καιρού. Δεν γνωρίζονται οι περισσότεροι μεταξύ τους. Χωνεύονται στις μυλόπετρες του καθημερινού μόχθου τους και με την πρώτη ευκαιρία παίρνουν τα γιώτα χί τους για να ξεφύγουν από την Γκένοβα και από το Αγρίνιο. Ακόμα και οι «Κλιματαριές», το οικογενειακό και φιλόξενο κέντρο του Λουρόπουλου, έχει κλείσει από καιρό. 
Τι μένει λοιπόν σήμερα από την γειτονιά της Γκένοβας εκτός από την οδό του Κωνσταντίνου Σιαδήμα;  Σχεδόν τίποτε. Αφού και αυτός ο δρόμος είναι πια εντελώς αγνώριστος. Δηλαδή χαμένος. Μένει μόνο μια ταμπέλα γνώριμη. Και το όνομα πάνω σαυτή: «Οδός Κ. Σιαδήμα». Τα υπόλοιπα είναι στη σφαίρα της μνήμης. Έτσι που πάνε τα πράγματα, φοβάμαι μήπως χαθεί και το όνομα αυτό της παλιάς  οδού στο βωμό κάποιας νέας ονοματοθεσίας. Αλλά ας είμαι αισιόδοξος. Ο Κωνσταντίνος Σιαδήμας ήταν γενναίος οπλαρχηγός, πολέμησε και νίκησε τους Τούρκους. Μπορεί να αντισταθεί και σήμερα σε τίποτε δευτεροκλασσάτους νεοβάρβαρους. Να σώσει έτσι τις αναμνήσεις που κουβαλά ο δρόμος τους. Η οδός Κ. Σιαδήμα. 
Έρρωσο λοιπόν γενναίε οπλαρχηγέ Σιαδήμα. Συντήρησε τις μνήμες μας. Δηλαδή ένα μεγάλο μέρος πια της ζωής μας. 
Ι. Π. Βλασόπουλος